Σφήττου

Σφήττου
Σφῆττος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σφηττοῦ — Σφηττός in masc gen sg Σφηττώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • σφήττιος — ία, ον, Α [Σφηττός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σφηττό, δήμο τής Ακαμαντίδος φυλής στην Αττική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Σφήττιος, ἡ Σφηττία αυτός που κατάγεται από τον Σφηττό 3. παροιμ. φρ. «ὄξος σφήττιον» λεγόταν για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”